-
1 осторожность
осторожность ж η προσοχή, η προφύλαξη; обращаться с \осторожностью είμαι προσεχτικός, προσέχω· προσοχή! (на этикетке лекарства)* * *жη προσοχή, η προφύλαξηобраща́ться с осторо́жностью — είμαι προσεχτικός, προσέχω; προσοχή! ( на этикетке лекарства)
-
2 остерегать
ρ.δ.μ. προφυλάσσω (από κακό ή κίνδυνο).1. προφυλάσσομαι (από κακό, κίνδυνο). || είμαι προσεχτικός, επιφυλακτικός, προσέχω, επιφυλάσσομαι.2. αποφεύγω,φυλάγομαι•остерегать острой пищи αποφεύγω τα ξυνά-αρ-μυρά.
См. также в других словарях:
φυλά(γ)ω — φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος 1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους. 2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ την κακιά την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)